ψηφολόγος

ψηφολόγος
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) α) «ὁ ψηφοπαίκτης»
β) «ψηφολόγοι οἱ λόγον καὶ φροντίδα ποιούμενοι τῆς διὰ τῶν ψήφων ἀπάτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψηφολόγον — ψηφολόγος playing juggling tricks masc/fem acc sg ψηφολόγος playing juggling tricks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφολόγοι — ψηφολόγος playing juggling tricks masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ψηφολογικός — ή, όν, ΜΑ [ψηφολόγος] ταχυδακτυλουργικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”